Άγιοι Θεόδωροι

+30 697 704 3165

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2017

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2017

''ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ''

....................................................................................................................................................................................................................................................................................................

ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ

 Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής)

Hταν ο τεχνίτης που καλίκωνε (πετάλωνε) τα άλογα τα μουλάρια και τους γαϊδάρους.Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Ο πιο γνωστός πεταλωτής στην περιοχή μας, ήταν η κυρά Βαγγελιώ,που είχε το γνωστό  ‘’ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΙΩΣ ‘’  στην είσοδο της Κορώνης όπου εκεί πετάλωναν πολλοί τα ζώα τους.

ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ

Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε να καλεί με την τραχιά, από το παίδεμα, φωνή του τις νοικοκυρές να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα.Hταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών συσκευών,όπως τα ταψιά, τα καζάνια,τα κουτάλια, τα πηρούνια κ.λ.π.

Η λέξη γανωτής προέρχεται από το ρήμα ΓΑΝΩΝΩ  και μάλιστα από το αρχαίο ρήμα ΓΑΝΩ= δίνω λάμψη. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα.Το τελικό σκούπισμα γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα.

Οι πιο γνωστοί γανωματήδες στην περιοχή μας, ήταν ο ''Μπαρμπα-Θανάσης'' από τη Μεσσήνη-Νησί και η οικογένεια του ''Αργύρη του Αλεξάκη'', που έμεναν στα άδεια σπιτάκια του λιγνιτορυχείου στο Χωματερό.Διαδοχός του ήταν ο ''Σπύρος ο Αλεξάκης''.

ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ ή  ΣΑΜΑΡΑΣ

Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γινόταν αποκλειστικά με ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις.Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς.Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.Αυτό ήταν το σαμάρι που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλατάνου τα οποία σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήτα απλά με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο. Ο πιο γνωστός στην περιοχή μας ο ''Μπάρμπα Κώστας ο Μισέρος'' με το παρατσούκλι ''Κουρτσαούσης'', που είχε το εργαστήριό του στο Xαρακοποιό πατέρας του αείμνηστου προέδρου μας Τάσου Μισέρου.

TΣΑΓΚΑΡΗΣ

Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια ενώ παλιότερα τσαγκάρης ήταν αυτός που έφτιαχνε  παπούτσια.Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά,σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Στο χωριό μας ο πιο γνωστός σε όλους μας, ο Θοδωρής Κωνσταντόπουλος γνωστός σε όλους ''ο Τσαγκάρης'' που είχε το μαγαζάκι του δίπλα στην εκκλησία,  κοντά στο λιοτρίβι του Τζαβάρα και μέσα στο μπακάλικο του ''Μπαρμα Αντώνη του Νταβούλη''- θείου του από τη Μ.Ασία που τον είχε μεγαλώσει μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Επί τρία χρόνια την τριετία 2008-2011 είχε διατελέσει Αντιπρόεδρος στο Δ.Σ. του Πολιτιστικού μας Συλλόγου.

ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ

 Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου που έφερνε τα παλιά χρόνια στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.

Στην περιοχή μας οι πιο γνωστοί πραματευτές ήταν ο Νότης ο Ρουμανάς- ο ''Κύριος''-όπως τον έλεγαν  χαρακτηριστικά και ο Βασίλης Διαμάντης ή ''Κουτσοβασίλης'',   από τις Πετριάδες, με τη χαρακτηριστική καραμούντζα του.

ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Ήταν ο τεχνίτης που γνώριζε  να φτιάχνει και να πλέκει με επιδεξιότητα το χόρτο στο ξύλινο πλαίσιο μιας καρέκλας. Χρησιμοποιούσε ξύλα από  από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα, τα έκοβε στις επιθυμητές διαστάσεις που ήθελαν οι  καρέκλες και με διάφορα εργαλεία τις τελειοποιούσε. Οι καρεκλάδες εκτός από το να φτιάχνουν καρέκλες, επισκεύαζαν τις παλιές και χρησιμοποιημένες καρέκλες.

ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ

Η  τέχνη του να φτιάχνεις κόφες,καλάθια και κάνιστρα έχει σχεδόν εξαφανιστεί.Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, ψαροκόφινα και άλλα ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών  στον τρύγο και σε άλλες ασχολίες.

ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΗΣ

Tα κεραμίδια που παλιά ήταν χειροποίητα και τα έψιναν στα καμίνια επαγγελματίες κεραμοποιοί τώρα πια δεν υπάρχουν. Ο πιο γνωστός στην περιοχή μας ήταν ο Μπαρμπα-Παναγιώτης ο ''Μυλωνάς'' που είχε το κεραμοποιείο του στο ''Λιόκαμπο''.To επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας,όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων.Στα έργα κατασκεύαζαν σταμνιά, κούπες με χερούλι, κανάτια κρασιού, πιθάρια και τζάρες διαφόρων μεγεθών για λάδι ,για κρασί, κ.α. Οι τζάρες είναι μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία, τα οποία κατασκευάζονταν ως το 1960 στην περιοχή της Κορώνης στα χωριά Χαρακοπιό,Πετριάδες, Κόμποι και Βουνάρια.

Στην περιοχή αυτή της Μεσσηνίας επιβίωσε η πανάρχαιη τεχνική κατασκευής κεραμικών με τα χέρια (χωρίς τροχό). Οι χειροποίητες τζάρες της Κορώνης ήταν διάσημες σε όλη την Ελλάδα και τις χώρες της Μεσογείου  ήδη από το 18ο αιώνα.

ΜΥΛΩΝΑΣ

 Ο Mυλωνάς ζούσε και δούλευε στο νερόμυλο.Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές.Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών.

Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.O μύλος έμοιαζε σαν παζάρι και λαικό πανηγύρι, όπου συγκεντρώνονταν όχι μόνο οι συγχωριανοί αλλά  και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών.Εκεί συζητούσαν και σχολίαζαν ότι συνέβαινε στην περιοχή.

AΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ

Με το όνομα ακρουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος, φερόταν συνήθως  εκείνος που γυρνούσε τις περιοχές με την αρκούδα του, δίνοντας υπαίθριες  παραστάσεις στην πλατεία της γειτονιάς τείνοντας στο τέλος το κασκέτο του για την καταβολή της πληρωμής. ΒΑΡΕΛΑΣ

Ήταν τεχνίτης,ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες.Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κ.λ.π.

ΥΦΑΝΤΡΕΣ

Υφάντρες ονομάζονταν οι γυναίκες που ύφαιναν τα νήματα του αργαλειού, αλλά και τα υφαντά υφάσματα στον αργαλειό.Η τέχνη της υφαντουργίας ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στο Β. Αιγαίο από τα μέσα του 18ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως φαίνεται μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξή της έπαιξε ο καθιερωμένος θεσμός της προίκας, που επέβαλε στις νέες κοπέλες να ετοιμάσουν μόνες τους τα «προικιά» τους. Παράλληλα όμως, η τέχνη αυτή αναπτύχθηκε (ιδίως μετά τα μέσα του 20ου αιώνα) όχι μόνο ως οικοκυρική ανάγκη για τη δημιουργία χρηστικών και διακοσμητικών υφαντών αλλά και ειδών ρουχισμού, αλλά και ως οικοτεχνία που πρόσφερε πρόσθετο εισόδημα (σχετικά παραδείγματα υπάρχουν σε όλη τη Λέσβο και ιδιαίτερα από την περιοχή της Αγιάσου).

ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ

Σκυμμένος πάντα, απ' το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε στην πλάτη, γύριζε τις γειτονιές ο ακονιστής, αφήνοντας τη μακρόσυρτη φωνή του να φτάσει σ' όλα τα σπιτικά: "Ψαλίδια, μαχαίρια, τσεκούρια ακονίζωωωω!".Γνώριμη φωνή για πολλούς και γνώριμη φιγούρα ο ακονιστής. Συνήθως τσιγγάνος. Τον συναντούσαμε μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Οι νοικοκυρές μόλις τον άκουγαν, έβγαιναν και του έδιναν τα ψαλίδια ή τα μαχαίρια τους για να τα ακονίζει. Εκείνος άρχιζε αμέσως τη δουλειά. Γυρίζοντας το ακόνι οι λάμες των μαχαιριών σπίθιζαν. Ο ακονιστής έριχνε κάθε λίγο νερό στον τροχό για να κρυώνει και να λειτουργεί καλύτερα.

Κύριο εργαλείο του ακοντιστή ήταν ο ποδοκίνητος τροχός. Ο ακονοτροχός ήταν φτιαγμένος από ειδική πέτρα ,τη σμυριδόπετρα από τη Νάξο. Μπορεί να ήταν ατόφια, συμπαγής, επεξεργασμένη σμύριδα ή σμυριδόσκονη συμπιεσμένη μέσα σε καλούπι. Ο τροχός είχε διάμετρο περίπου 30 εκατοστών και στηριζόταν πάνω σε τέσσερα ξύλινα πόδια ύψους ενός μέτρου. Ήταν συνδεμένος με ένα λουρί (ιμάντα) που κατέληγε σε ένα πετάλι, όπως του ποδηλάτου ή της ραπτομηχανής. Όταν ο ακονιστής πατούσε το πετάλι, η περιστροφική κίνηση μεταδιδόταν στον τροχό. Η κίνηση του τροχού ήταν τόσο γρήγορη όσο περιστρεφόταν περισσότερο το πετάλι. Ο τροχιστής ακουμπούσε τα μαχαίρια στον τροχό με κατάλληλη κλίση και με την τριβή έβγαιναν δέσμες από σπίθες, που έμοιαζαν με ουρά κομήτη.
ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΣ

Η παραγωγή γινόταν σε υπαίθρια καμίνια και διαρκούσε από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Όσον αφορά στο εμπόριο του κάρβουνου, ορισμένοι καρβουνιαραίοι πουλούσαν οι ίδιοι στους πελάτες, ενώ κάποιοι άλλοι σε εμπόρους ή μεταπωλητές κάρβουνων

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ

O κινηματογράφος ήταν ένα αγαθό για άλλες εποχές απρόσιτο.

Όμως ευτυχώς για την περιοχή μας υπήρχαν κάποιοι που είχαν μεράκι με την κινηματογραφική κάμερα και πρόσφεραν στα χωριά πλούσιο θέαμα στα σχολεία, στα καφενεία ή στις αυλές των εκκλησιών προέβαλαν κάποια κινηματογραφικά έργα.

Οι πιο γνωστοί ο Γιάννης ο Χαρίτος από τα Καντιάνικα –σήμερα Νέα Κορώνη γνωστός με την ατάκα του ‘’αποσπερού’’ αντί για σήμερα.

Από το 1964 και για πολλά χρόνια ο Γιάννης Λιγουδιστιανός όργωνε πόλεις και χωριά της Μεσσηνίας μεταφέροντας στους ανθρώπους της τη μαγεία της μεγάλης οθόνης. Οι ιστορίες που διηγείται από την εποχή της αθωότητας είναι απολαυστικές.

ΠΟΙΜΕΝΑΣ ή ΤΣΟΠΑΝΗΣ

Είναι γνωστό πως αυτοί που ήρθαν από τα χωριά του Φάλανθου Αρκαδίας εγκαταστάθηκαν στον τόπο μας και ήταν βοσκοί.

Αυτό ήταν το επάγγελμά τους είχαν πρόβατα και γίδια και από αυτά ζούσαν.

Τελευταίος βοσκός  του χωριού μας ήταν ο Νίκος Μισέρος με το παρατσούκλι  ''Στούπας''

ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ

Ο παγωτατζής κατασκευάζει παγωτά από γάλα, ζάχαρη, φρούτα και άλλα συστατικά, τα αναμειγνύει σωστά και παστεριώνει το μείγμα. Το κινητό εμπόριο της πώλησης των παγωτών στα χωριά μας  το είχε αναλάβει εκείνα τα χρόνια ο ''Κυρ-Γιώργος'' από τη Μεσσήνη όπου διέθετε το παγωτό χωνάκι που ήταν η μεγάλη χαρά των παιδιών του χωριού  μας.

ΓΑΛΑΤΑΣ    
Οι γαλατάδες ήταν οι πρώτοι πλανόδιοι μεροκαματιάρηδες της ημέρας, που από το πρωί έπαιρναν τα στενά και τους δρόμους της πόλης, για να πουλήσουν το γάλα στους πελάτες τους.Πολλοί πελάτες, για να μη σηκωθούν από το κρεβάτι τους, άφηναν το κατσαρολάκι στην εξώπορτα και ο γαλατάς, πάντα συνεπής στο ραντεβού του, αφού το γέμιζε, το σκέπαζε βάζοντας μία πέτρα από πάνω για να μην το αναποδογυρίσει κάποια γάτα ή κάποιο σκυλί. Προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά, το γάλα το πουλούσαν στα σπίτια, πηγαίνοντας είτε με τα πόδια είτε με το γαϊδουράκι.Το γάλα το έβαζαν μέσα σε αλουμινένια δοχεία (γκιούμια). Συνήθως, ήταν γελαδινό και ήταν πάντα φρέσκο και ολόπαχο.    
Τις ζεστές μέρες του χρόνου, για να μην χαλάσει το γάλα, κρεμούσαν τα δοχεία με το περιεχόμενό του στο πηγάδι, που λειτουργούσε και σαν ψυγείο.    
Για τη διανομή είχαν κύπελλα του 1/4 και της 1/2 οκάς, όπως και στην πώληση του κρασιού. Ορισμένοι είχαν κάνουλα σε κάθε γκιούμι, διότι τούτο τους διευκόλυνε στην διανομή.Στη Θεσσαλονίκη, εκτός από τα γαϊδουράκια, πολλοί γαλατάδες το γάλα το έβαζαν σε δύο στρογγυλά δοχεία που τα κρεμούσαν από ένα καμπυλωτό ξύλο, που το στήριζαν στην ωμοπλάτη. Άλλοι πάλι, στα άκρα ενός καμπυλωτού ξύλου, κρεμούσαν ξύλινα ταψιά, εντός των οποίων είχαν το γάλα σε μικρές κούπες.

 

  Επιμέλεια : Πολιτιστικός Σύλλογος Χωματερού 

  Κείμενα-εικόνες:    Kατσίβα-Μαρκάκη Γιώτα

                                  Κοσμάς  Διονύσης